τάμον

τάμον
Α
(θεσσαλικός τ.) επίρρ. σήμερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τῆμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τάμον — τέμνω cut aor ind act 3rd pl (homeric ionic) τέμνω cut aor ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τήμος — και τᾱμος Α επίρρ. τότε, σε εκείνο το χρονικό σημείο τού παρελθόντος («ἦμος δ Ἑωσφόρος εἶσι φόως ἐρέων ἐπὶ γαῑαν... τῆμος πυρκαϊκὴ ἐμαραίνετο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. τῆμος, συσχετικό τού αναφορ. ἦμος (πρβλ. τέως: ἕως), έχει σχηματιστεί από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”